- ομοκλήτειρα
- ὁμοκλήτειρα, ἡ (Α) βλ. ομοκλητήρ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁμοκλήτειραν — ὁμοκλήτειρα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοκλητήρ — ὁμοκλητήρ, ῆρος, ὁ (ΑΜ, Α θηλ. ὁμοκλήτειρα) αυτός που παροτρύνει, που προτρέπει κάποιον με απειλές («μή τις ὀπίσσω τετράφθω προτὶ νῆας, ὁμοκλητῆρος ἀκούσας», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμοκλάω, έω + επίθημα τηρ (πρβλ. φρουρη τήρ)] … Dictionary of Greek